ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1 Το Κίνημα των Αθέων ή «Ένωση των Αθέων»
Στέκομαι στο πέρασμα όλων των δρόμων και υποκλινόμενος βαθειά, ζητώ τη συγχώρεση από όλους…. κι ο άνθρωπος και το κτήνος, κι η σκόνη- συγχωρήστε με! Καθώς ο ήλιος καλεί την χλόη, ψιθύρισε στην καρδιά μου αδελφέ! Κι ευλόγησέ με στη νέα πορεία μου!
Ιβάν Μπριχνίτσεφ «Προς μια νέα πορεία»- 1916
Η «Ένωση των Αθέων» ή «Εταιρεία των Αθέων» (γνωστή και με άλλα ονόματα - «‘Ένωση Μαχομένων αθεϊστών», «Ένωση Στρατευμένων αθέων»), ήταν μια μαζική εθελοντική αντιθρησκευτική οργάνωση των σοβιετικών εργατών, αλλά και άλλων ομάδων του σοβιετικού πληθυσμού, τα έτη 1925-1947. Η Ένωση σχηματίσθηκε τον Απρίλιο του 1925 από την μετεξέλιξη και διεύρυνση της «Ένωσης των φίλων της εφημερίδας “Άθεος” («Μπεσμπόζνικ») » που ιδρύθηκε το 1924 και σύμφωνα με το καταστατικό της «Συγκροτήθηκε από μέλη του Κόμματος, μέλη της «Κομμουνιστικής Ένωσης Νεολαίας» («Κομσομόλ»), εργάτες και παλαιμάχους του στρατού».
Η Ένωση αποτέλεσε τον φορέα ενός μαζικού αντιθρησκευτικού κινήματος που αναπτύχθηκε στην σοβιετική Ρωσία στα πλαίσια εφαρμογής των πολιτικών του κομμουνιστικού κόμματος, υπό την επήρεια των ιδεολογικών και πολιτιστικών απόψεων του. Προσέγγισε με την δράση της τους εργάτες, τους αγρότες, τους σπουδαστές, αλλά και την διανόηση. Στην πρώιμη περίοδο της δράσης της η Ένωση δημιούργησε τις πρώτες θυγατρικές της οργανώσεις στα εργοστάσια, στις φυτείες, στα συλλογικά αγροκτήματα (κολχόζ), και σε όλα τα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Στις αρχές του 1941, η Ένωση είχε περίπου 3,5 εκατομμύρια μέλη, 100 διαφορετικών εθνοτήτων. Διατηρούσε περί τα 96.000 γραφεία σ’ ολόκληρη την Σοβιετική Ένωση. Καθοδηγήθηκε με βάση τις μπολσεβίκικες αρχές αντιθρησκευτικής προπαγάνδας, ακολουθώντας τις σχετικές με τη θρησκεία κομματικές κατευθυντήριες εντολές.
Η Ένωση στόχευε στην μεθοδική καταπολέμηση της θρησκείας σ’ όλες τις εκδηλώσεις της και στην συστηματική «διαμόρφωση επιστημονικής νοοτροπίας μεταξύ των εργατών», ώστε να «στερεώσουν ακλόνητα την αθεΐα τους με λογικά υλιστικά επιχειρήματα» . Η καθιέρωση της λειτούργησε ως σταθμικό μέτρο για τις σοβιετικές αντιθρησκευτικές προσπάθειες, όμως παρά την εκτεταμένη υποστήριξη από το καθεστώς, η επιρροή της οργάνωσης παρέμεινε σχετικά αδύναμη. Οι δραστηριότητές της, υπό την καθοδήγηση του ηγέτη και κινητήριου μοχλού της Εμελιάν Γιαροσλάβσκι επικεντρώθηκαν πρωτίστως στην δημιουργία και παγίωση μιας εκδοτικής αυτοκρατορίας με πολυποίκιλες πολιτιστικές και προπαγανδιστικές δραστηριότητες, συμ-περιλαμβανομένων εκτεταμένων πολύτομων συλλογικών θεωρητικών έργων σε συνέχειες, πολυάριθμων μονογραφιών, φυλλαδίων και μεθοδολογικών οδηγών. Δημοσίευε εκτενή επιστημονική λογοτεχνία και περιοδικά, συγκροτούσε οργανωμένα μουσεία και διοργάνωνε εκθέσεις, ενώ συνάμα διηύθυνε την επιστημονική έρευνα στον τομέα του αθεϊσμού και της κριτικής της θρησκείας.
Επιπλέον η οργάνωση διοργάνωσε πολυάριθμες προπαγανδιστικές εκστρατείες, που διενεργήθηκαν ενάντια στην τήρηση των θρησκευτικών τελετών και εορτών. Αυτές οι εκστρατείες επιδίωξαν να εισαγάγουν στην νεοπαγή σοβιετική κοινωνία το νέο εορτολόγιο και τις τελετουργίες του, με καλοεκπαιδευμένα ενεργά στελέχη που πραγματοποιούσαν τελέσεις και διαλέξεις σχετικά με αντιθρησκευτικά θέματα.
Η Ένωση εκλαΐκευε τον αθεϊσμό και τα νέα επιστημονικά επιτεύγματα, διεξάγοντας συστηματικά την «μεμονωμένη εργασία» (μια μέθοδο προσηλυτισμού μέσω αθέων διαφωτιστών που συναντούσαν μεμονωμένους αμφισβητίες για να τους πείσουν περί του αθεϊσμού, εάν δε οι δέκτες αποτύγχαναν να «συμμορφωθούν», τότε μπορούσε να ακολουθήσει η κατευθυνόμενη δημόσια κατακραυγή και παρενόχλησή τους).
Προφανώς η οργάνωση έδρασε επίσης και σε μαζική κλίμακα προς συλλογικούς αποδέκτες, διεξάγοντας σωρεία καλοσχεδιασμένων εκστρατειών με επικεφαλής συνεργαζόμενους «αποστάτες» θεολόγους και κληρικούς, κατάλληλα προπαρασκευασμένους προπαγανδιστές και αθεϊστές διανοούμενους. Το κεντρικό σύνθημα της Ένωσης ήταν «Ο αγώνας κατά της θρησκείας είναι μια προσπάθεια για τον σοσιαλισμό» και αποσκοπούσε στο να συνδέσει τις αθεϊστικές απόψεις με την οικονομία, την πολιτική και τον πολιτισμό. Ένα από τα πρώιμα συνθήματα που υιοθετήθηκαν στο 2ο συνέδριο ήταν «Ο αγώνας κατά της θρησκείας είναι μια προσπάθεια για το πενταετές σχέδιο!». Η Ένωση διέθετε απεριόριστες διεθνείς συνδέσεις : ήταν μέλος της «Διεθνούς των Προλεταρίων Ελευθεροστοχαστών» και αργότερα της «Παγκόσμιας Ένωσης Ελευθεροστοχαστών».
Παρά τις αφειδώς υποστηριζόμενες προσπάθειές της, πριν το 1929 η Ένωση εμφανίζεται ατελέσφορη στις προσπάθειές της να υπερνικήσει τη θρησκεία. Το 1929 τα εγγεγραμμένα μέλη της αυξήθηκαν πολύ γρήγορα σε 1 εκατομμύριο. Βέβαια αυτός ο εντυπωσιακός τετραπλασιασμός του μεγέθους του δυναμικού της Ένωσης από το 1928 και ένθεν. δεν αποδεικνύει απαραιτήτως την ξαφνική εξόντωση της θρησκείας: Στην συντονιστική συνδιάσκεψη της οργάνωσης στις αρχές του 1929, πολλοί περιφερειακοί εκπρόσωποι αναφέρθηκαν σε «τυπικά μόνον οργανωμένα κύτταρα και συμβούλια αθέων ως το 1928», όπως ο Άντελμπεργκ από τη Σιβηρία, ο Σέπκιν από τα Ουράλια και ο Άμπραμσον ο εκπρόσωπος από την Κιργισία. Συνεπώς ο γενικός αντίκτυπος των προσπαθειών της ένωσης είναι δύσκολο να αξιολογηθεί με ακρίβεια, αλλά μπορούμε να καταλήξουμε ασφαλώς στο συμπέρασμα ότι, ως το 1929 η Ένωση δεν είχε επιτύχει πραγματικά έναν περιεκτικό μετασχηματισμό της θρησκευτικής ζωής, η οποία παρέμενε ακόμη δημοφιλής στα λαϊκά στρώματα.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1930 η Ένωση υποστήριξε ότι έχει πάνω από πέντε εκατομμύρια μέλη. Όσο αντιφατικό ή ειρωνικό κι αν φανεί καταρχάς, ο προηγούμενος ορθόδοξος κλήρος απασχολήθηκε ως μόνιμος υπάλληλος της Ένωσης σε διάφορα οργανωτικά επίπεδα. Πράγματι, τέτοια άτομα διαδραμάτισαν βασικούς ρόλους στην αρχική συγκρότηση κι επάνδρωση της Ένωσης και στις κεντρικές υπηρεσίες της, ενώ ήταν πασιφανή ως χαμηλόβαθμα ενεργά στελέχη σε όλο το κρατικό δίκτυο της. Η ιδιάζουσα ιστορία των αποκαλούμενων «αστών ειδικών» της πρώτης σοβιετικής περιόδου μας παρέχει ένα χρήσιμο πλαίσιο για την κατανόηση του επιφανειακά αντιφατικού αυτού φαινομένου των «άθεων – τέως κληρικών». Παρά το ότι στους πρώτους μήνες του μπολσεβίκικης διακυβέρνησης στη σοβιετική Ρωσία η διαχείριση των εργοστασίων ανατέθηκε στους εργάτες, σχηματίστηκε ένας λαϊκός στρατός πολιτών και καταβλήθηκαν προσπάθειες σχηματοποίησης και προώθησης ενός «προλεταριακού πολιτισμού», μετά από λίγα χρόνια (και στην περίπτωση του «Ερυθρού Στρατού» πολύ πιό σύντομα) το καθεστώς επέστρεψε σε παραδοσιακότερες πρακτικές : ο «έλεγχος των εργατών» στα εργοστάσια κατέρρευσε, ενώ τα διάφορα ριζικά πολιτιστικά πειράματα της κομμουνιστικής πρωτοπορίας ξεθώριασαν κι αφανίστηκαν.
Η μπολσεβίκικη ηγεσία συνειδητοποίησε γρήγορα ότι η δυσχερής διαχείριση της σοβιετικής Ρωσίας απαιτούσε τις αποτελεσματικές υπηρεσίες των «αστών ειδικών», δηλαδή είχε άμεση και αναντίρρητη ανάγκη από εκείνα τα εξειδικευμένα άτομα που κατείχαν μιαν ευρεία ποικιλία τεχνικών και διοικητικών θέσεων κατά τη διάρκεια της προεπαναστατικής περιόδου. Η πρόσληψη του προεπαναστατικού κλήρου είχε επίσης εξαιρετική σημασία για τους μπολσεβίκους, επειδή αυτό το αναγκαίο προσωπικό του «σάπιου παρελθόντος» επρόκειτο να εργαστεί σ’ ένα ιδεολογικά ευαίσθητο πεδίο. Ενώ η καθοδήγηση των μπολσεβίκων ουδέποτε υποστήριξε ότι κατέχει την απαραίτητη στρατιωτική πείρα, την προηγμένη επιστημονική κατάρτιση ή την εμπειρία βιομηχανικής διαχείρισης, τα μέλη ενός επαναστατικού κόμματος αναμενόταν βεβαίως να είναι ιδιαίτερα καταρτισμένα και ικανά σε ζητήματα ιδεολογίας.
Παρά την παροδική επαφή κι ερωτοτροπία κάποιων Ρώσων μαρξιστών με ορισμένες μορφές χριστιανικού σοσιαλισμού στις αρχές του 20ου αιώνα, ο μπολσεβικισμός (όπως ήταν γενικά αντιληπτός από τους ηγέτες του το 1917), σκόπευε σαφώς και με αμετακίνητη προσήλωση στην οριστική καταστροφή της θρησκείας στη Ρωσία. Το ότι έγιναν αποδεκτοί στο εσώτατο ιδεολογικό ιερό του κομμουνιστικού κράτους κάποιοι ειδικοί, με γνωστικά πεδία και υπόβαθρα, «μόνιμα αθεράπευτα και μολυσματικά» σύμφωνα με την μπολσεβίκικη ιδεολογία, αποτελεί την πιο προφανή κι εντυπωσιακή απόδειξη μιας υπαναχώρησης στην ανάγκη που οδήγησε στην ανοχή και αποδοχή τέτοιων προσώπων.
Οι μπολσεβίκοι διέθεταν ελάχιστα ενεργά στελέχη αρκούντως πεπειραμένα σε θεολογικά και θρησκευτικά ζητήματα, ώστε να είναι αποτελεσματικοί στην επιδιωκόμενη ριζική καταπολέμησή της θρησκείας. Κατά συνέπεια, η υποτιθέμενη πρωτοπορία αυτής της εκστρατείας ενάντια στη θρησκεία, η Ένωση, στράφηκε για βοήθεια στον προεπαναστατικό κλήρο. Εκτός από την αυτονόητη λεπτομερή οικειότητα των κληρικών με την δογματική και κατήχηση της ορθοδοξίας, αλλά και λόγω της εξακριβωμένης ικανότητάς τους ως κηρύκων και διαφωτιστών, η χρησιμοποίησή τους προσέφερε άμεσα επιπλέον δυνατότητες στο μπολσεβίκικο δίκτυο προπαγάνδας : συγκροτημένη βασική εκπαίδευση στα θρησκευτικά ζητήματα και καλλιέργεια δεξιοτήτων δημόσιας ομιλίας στους νέους σοβιετικούς κατηχητές.
Το κόμμα εφάρμοσε μιαν εξαιρετικά πρόσφορη τακτική για την δέσμευση των νέων, τέως «αντιδραστικών» του συνεργατών : Τα μπολσεβίκικα περιοδικά προπαγάνδας εκμεταλλεύτηκαν αυτές τις «μεταγραφές» με την δημοσίευση ιδιαίτερα τυποποιημένων, υποτιθέμενα αυθόρμητων «δηλώσεων μετανοίας», με τις οποίες οι ιερείς ζητούσαν συγγνώμη για την εκμετάλλευση των θρησκευόμενων και εξήγγειλαν τις «πηγαίες» προθέσεις τους να συμμετέχουν στη νέα «τίμια σοσιαλιστική εργασία». Οι πιέσεις στον κλήρο αυξήθηκαν παρά πολύ μετά το 1928, όταν το καθεστώς ενέτεινε την επίθεσή του στη θρησκεία.
Η προσχώρηση στον καθεστωτικό μηχανισμό αντιθρησκευτικής προπαγάνδας απαιτούσε πλέον οι πρώην κληρικοί όχι μόνο ν’ απαρνηθούν το παρελθόν τους, αλλά και να συμμετέχουν συστηματικά σε μια μορφή εργασίας που αντιπροσώπευε την απόλυτη, συνεχή, καθημερινή άρνηση της προηγούμενης ζωής τους και του έργου τους. Δύο προέχοντες ιερωμένοι ο Μιχαήλ Γκόρεφ και ο Ιβάν Μπριχνίτσεφ μεταστράφηκαν στην αθεΐα δηλώνοντας επίσημα άθεοι, καθώς αμφότεροι είχαν δοκιμάσει σαφώς μια προηγούμενη διανοητική αναζήτηση και πνευματική εξέλιξη μακριά από την επίσημη ορθοδοξία, καθώς και μιαν αυξανόμενη συμπάθεια προς το σκοπό της επανάστασης.
Το κίνημα θρησκευτικής μεταρρύθμισης που άρχισε γύρω στο ξεκίνημα του 20ου αιώνα είχε πολλές όψεις, κυμαινόμενες από σχέδια ήπιων εσωτερικών αλλαγών μέχρι κλήσεις για έναν επαναστατικό χριστιανικό σοσιαλισμό. Όμως με τη μία ή την άλλη μορφή του το κίνημα αυτό επιδίωξε να διασώσει την Ορθόδοξη Εκκλησία από τη στασιμότητα στην οποία την είχε φέρει η μακροχρόνια υπαγωγή της στο κράτος. Στην δεκαετία του '20 τα παράγωγα αυτού του μεταρρυθμιστικού κινήματος ήταν παρόντα και στον μπολσεβίκικο αντιθρησκευτικό μηχανισμό και στη σχισματική «κόκκινη εκκλησία», στους Ανανεωτές. Η ιστορία του μεταρρυθμιστικού κινήματος ναι μεν δεν εξηγεί επαρκώς γιατί μερικά άτομα έκαναν το τελικό άλμα για να αντιμετωπίσουν την ορθοδοξία ως «αποστάτες» – καθολικοί αρνητές, παρέχει όμως ένα αιτιολογικό πλαίσιο που αποκλείει την αποσκίρτηση των Γκόρεφ και Μπριχνίτσεφ ως καθαρά καιροσκοπική ή απότοκο εγωιστικού υπολογισμού.
Ο πρώτος και σημαντικότερος ιερέας που μεταστράφηκε ιδεολογικά και μεταλλάχθηκε σε παθιασμένο άθεο ήταν ο Μιχαήλ Γκόρεφ, (γεννημένος με το επώνυμο Γκάλκιν). Ο Γκόρεφ ήταν γιος του Βλαντιμίρ Πάβλοβιτς Γκάλκιν, του αρχιερέα («ναστογιάτελ») στην εκκλησία του Αγίου Ματθαίου της Αγίας Πετρούπολης, ενός κορυφαίου ακτιβιστή της μετριοπάθειας, δασκάλου και ιεραποστόλου.
Στις 3 Δεκεμβρίου του 1917, η Πράβντα δημοσίευσε τον ιδιαίτερα επικριτικό σχολιασμό του Γκόρεφ για τις τότε εξελισσόμενες εργασίες του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου και το προτεινόμενο σχέδιο του για έναν εκτεταμένο διαχωρισμό εκκλησίας και κράτους. Όταν το «Συμβούλιο των Λαϊκών Επιτρόπων» («Σοβναρκόμ») δημιούργησε την ειδική πενταμελή επιτροπή για τον καθορισμό του διαχωρισμού εκκλησίας – κράτους, συμπεριέλαβε σ’ αυτήν και τον Γκόρεφ. Το επίσημο διάταγμα του διαχωρισμού εκδόθηκε στις 20 Ιανουαρίου 1918 και αφορούσε ουσιαστικά στην αποσυναρμολόγηση της ρωσικής Ορθόδοξης Εκκλησίας ως ιδρύματος, αφήνοντας στη θέση της μόνο το αναιμικό «Εκκλησιαστικό Συμβούλιο» με μια λεπτομερώς καθορισμένη, περιορισμένη νομική δυνατότητα.
Ο Γκόρεφ επανέλαβε πολλές φορές τη δημοσιογραφική δραστηριότητά του, που πρωτοξεκίνησε με την έκδοση της εφημερίδας «Λάβαρο Χριστού» («Ζνάμια Χρίστα») της οποίας ο υπότιτλος, «Προς τον χρυσό αιώνα των Αποστόλων,» υποδήλωνε την άποψη του Γκόρεφ για μιαν ιδεαλιστική κι απλοϊκή εκκλησία, συμβατή μ’ ένα επαναστατικό σοσιαλιστικό καθεστώς. Στα άρθρα και στις επιστολές του στις αρχές του 1918, ο Γκόρεφ φαίνεται να οραματίζεται μιαν ιδιαίτερη σχέση εκκλησίας – κράτους, στην οποία η κυβέρνηση θα ήταν χωριστή από την περιορισμένη Ορθόδοξη Εκκλησία ως όργανο, αλλά δεν θα αποδυόταν σε καμία προσπάθεια να καταπολεμήσει τις λαϊκές θρησκευτικές πεποιθήσεις και πρακτικές.
Τον Ιούνιο του 1918 ο Γκόρεφ εργάστηκε ως εμπειρογνώμονας και αναπληρωτής διευθυντής του όγδοου τμήματος της «Λαϊκής Επιτροπής της Δικαιοσύνης» («Ναρκομιούστ»), η οποία ιδρύθηκε από το «Συμβούλιο των Λαϊκών Επιτρόπων» το Μάιο του 1918 (τέσσερις μήνες μετά από το επίσημο διάταγμα διαχωρισμού!) για να διαχειριστεί τις κρατικοεκκλησιαστικές σχέσεις. Συγχρόνως, ο Γκόρεφ διηύθυνε την συντακτική επιτροπή της εφημερίδας μεγάλου σχήματος – περιοδικού του τμήματος «Επανάσταση κι Εκκλησία» («Ρεβολούτσια ι Τσέρκοβ»), στην οποία συνέβαλε με πάρα πολλά άρθρα του σε όλη την διαδρομή της (1919-1924).
Ο Γκόρεφ αποσχηματίσθηκε το 1918 και προσχώρησε στο κομμουνιστικό κόμμα τον Ιανουάριο του 1919. Από το 1918 ως το 1921, ταξίδεψε στην επαρχία ως κυβερνητικός εμπειρογνώμονας, υπεύθυνος για τα διάφορα τοπικά προβλήματα που ακολούθησαν το διάταγμα διαχωρισμού εκκλησίας – κράτους. Επίσης συμμετείχε στα σκηνοθετημένα θεάματα αποσφράγισης των λειψανοθηκών των ορθόδοξων Αγίων, των οποίων τα σώματα θεωρούνταν από την λαϊκή δοξασία άφθαρτα. Αυτές οι καλοσκηνοθετημένες δημόσιες τελέσεις αποτέλεσαν σημαντικό μέρος της πρώιμης αντιθρησκευτικής προπαγάνδας του καθεστώτος.
Το 1922 παρουσιάστηκαν δραματικές εξελίξεις τόσο στις κρατικοεκκλησιαστικές σχέσεις, όσο και στη σταδιοδρομία του Γκόρεφ : Στην κορύφωση της επιρροής του στον κομματικό μηχανισμό, ο Γκόρεφ διορίστηκε τον Μάρτιο στην επιτροπή του κόμματος που ήταν αρμόδια για την άμεση και βίαιη συλλογή των εκκλησιαστικών τιμαλφών, ώστε φαινομενικά να πωληθούν στο εξωτερικό για να χρηματοδοτηθεί η απαιτούμενη προμήθεια διατροφικών αγαθών «για την ανακούφιση της πείνας που προκάλεσε ο αποκλεισμός των ιμπεριαλιστών». Τον ίδιο μήνα δημοσιεύθηκε στην Ισβέστια η καυστική επίθεση του Γκόρεφ κατά της εκκλησιαστικής ηγεσίας για την αντίσταση της στην συλλογή των τιμαλφών και για την υποστήριξη των «αντεπαναστατικών δυνάμεων».
Κατά την διάρκεια του καλοκαιριού, ο Γκόρεφ επέστρεψε πάλι στην ανεξάρτητη δημοσιογραφία, εκδίδοντας την αντιθρησκευτική εφημερίδα του «Επιστήμη και Θρησκεία» («Ναουκα ι Ρελίτζια»). Στα 24 τεύχη που εκδόθηκαν μεταξύ 26 Ιουνίου και 27 Νοεμβρίου, ο Γκόρεφ συνέχισε την προηγούμενη επίθεσή του κατά της εκκλησίας του Πατριάρχη Τύχωνα και της θρησκείας γενικότερα, η οποία ήταν τόσο «απαραίτητη στους κομμουνιστές όπως το χιόνι της περασμένης χρόνιάς.» Τον Δεκέμβριο η αντιθρησκευτική επιτροπή της Κεντρικής Επιτροπής έκλεισε την «Επιστήμη και Θρησκεία» και διέταξε τον Γκόρεφ να βοηθήσει στην έκδοση της νέας αντιθρησκευτικής εφημερίδας «Άθεος» («Μπεζμπόζνικ»), που πρωτοεμφανίστηκε στα τέλη Δεκεμβρίου του 1922. Ο Γκόρεφ μαζί με τον Εμελιάν Γιαροσλάβσκι, ηγέτη της μελλοντικής Ένωσης, εξέδιδαν την εφημερίδα μέχρι το 1926.
Το 1924 ο Γκόρεφ έπαιξε πρωταρχικό ρόλο στην δημιουργία μιας εθελοντικής οργάνωσης αντιθρησκευτικής προπαγάνδας σ’ εθνικό επίπεδο, της «Εταιρείας των Φίλων της Εφημερίδας Άθεος» - ODGB («Ομπσέστβο Ντροζέι Γκαζέτυ Μπεζμπόζνικ»), την οποία ανασυγκρότησε το επόμενο έτος ως «Ένωση των Αθέων» («Σογιούζ Μπεζμπζνίκοφ»). Ο Γκόρεφ λειτούργησε ως αναπληρωτής πρόεδρος της Ένωσης μέχρι την 1η Απριλίου 1926, οπότε το εκτελεστικό γραφείο της Ένωσης τον απομάκρυνε (για λόγους που παραμένουν ακόμη και τώρα ασαφείς), από όλες τις θέσεις του στην οργάνωση. Μεταξύ των αντιθρησκευτικών δυνάμεων των μπολσεβίκων ο Γκόρεφ υπήρξε ο πλέον υψηλόβαθμος πρώην ιερέας, αλλά δεν ήταν βεβαίως ο μόνος σημαντικός.
Ένα άλλο σημαίνον ενεργό στέλεχος της Ένωσης, ο Ιβάν Μπριχνίτσεφ, είχε επίσης αντιτεθεί προεπαναστατικά στην καθιερωμένη εκκλησία. Ως ιερέας του ναού του σιδηροδρομικού σταθμού της Τιφλίδας, ο Μπριχνίτσεφ συνελήφθη το 1906 διότι εξέδωσε την εφημερίδα «Ξύπνα Κοιμισμένε!» («Σπιάστσιι Βσταν»), όπου καλούσε την τοπική φρουρά σε ένοπλη εξέγερση και επέδειξε «αναιδή ασέβεια» προς τον Τσάρο. Ο Μπριχνίτσεφ αποσχηματίσθηκε παρά την υπερασπιστική του τοποθέτηση ότι, απλά παρουσίαζε τις «τρέχουσες παρανομίες» στο κοινό εκπληρώνοντας μ΄ αυτόν τον τρόπο την ευθύνη του ως ποιμένα μακρόχρονα πασχόντων ανθρώπων. Στα επόμενα χρόνια, ο Μπριχνίτσεφ συνδέθηκε με τη ριζοσπαστική ομάδα «Αδελφότητα του Χριστιανικού Αγώνα» («Μπράτστβο Χριστιάνσκοε Μπόρμπυ»), ένας από τους ηγέτες της οποίας, ο Βλαντιμίρ Ερν, περιέγραψε σε μια μπροσούρα του τον Μπριχνίτσεφ ως διαπρύσιο σταυροφόρο της κοινωνικής δικαιοσύνης. Ο Μπριχνίτσεφ συνέβαλε επίσης στο περιοδικό «Ζώσα Ζωή» («Ζίβαγια Ζιζν») που ιδρύθηκε στη Μόσχα το 1907 από ένα κύκλο σπουδαίων πολυμαθών στοχαστών, που περιελάμβανε τους Ερν, Πάβελ Φλορέσκι, Σεργκέϊ Μπουλγκάκοφ, Ντμίτρι Μερεζκόφσκι και την Ζινάϊντα Γκίπιους.
Μεταξύ 1906 και 1917 ο Μπριχνίτσεφ δημοσίευσε τουλάχιστον τέσσερις τόμους ποίησης, μεγάλο μέρος των οποίων ήταν διανθισμένο με διακοσμητικές θρησκευτικές εικόνες. Κατά τη διάρκεια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου αρνήθηκε να υπηρετήσει στον αυτοκρατορικό στρατό και προσχώρησε στο Κομμουνιστικό Κόμμα τον Δεκέμβριο του 1918. Κατά την διάρκεια του ρωσικού εμφυλίου πολέμου, κατείχε ποικίλες κομματικές και κρατικές θέσεις στην Λευκορωσία και στον Καύκασο. Κινούμενος προς τη Μόσχα στις αρχές της δεκαετίας του 1920, εργάστηκε για αρκετά χρόνια στην Πανρωσική Εκτελεστική Επιτροπή των Σοβιέτ. Τον Απρίλιο του 1924 ο Μπριχνίτσεφ έγινε «Εκτελεστικός Γραμματέας» στο περιοδικό «Άθεος» και όπως ο Γκόρεφ, έπαιξε πρωταρχικό ρόλο στην ίδρυση της ODGB και κατόπιν της Ένωσης. Ο Μπριχνίτσεφ έφυγε από την ηγετική θέση του στην Ένωση τον Οκτώβριο του 1925 και μεταφέρθηκε για να εργαστεί στην «Εταιρεία – Τέρμα ο Αναλφαβητισμός !». Η ουσιαστική καθαίρεση του Μπριχνίτσεφ υποδηλώνει κάποια πιθανά προβλήματα σχετιζόμενα με την πρόσληψη ατόμων του πρώην κλήρου από το καθεστώς.
Ο Μπριχνίτσεφ ήδη από τα τέλη του 1924,είχε αρχίσει να παραπονείται ότι ο κατ’ όνομα προϊστάμενός του Γιαροσλάβσκι, ήταν ολότελα αδιάφορος για την πορεία του «Αθέου» και του ODGB, καθώς και ότι είχε επιτρέψει στην κομματική οργάνωση της Μόσχας την δυσφήμηση του ίδιου του Μπριχνίτσεφ και του Γκόρεφ. Την καταγγελία κατά του Γιαροσλάβσκι σχηματοποίησε ξεκάθαρα σε μια θεαματική επιστολή του, που χρονολογείται στις 11 Οκτωβρίου του 1925, η οποία απευθύνθηκε στον Γκόρεφ ως συντάκτη του «Αθέου» και αναπληρωτή πρόεδρο της Ένωσης. Αντίγραφά της στάλθηκαν στο εκτελεστικό γραφείο της Ένωσης, στον Στάλιν, στην κεντρική επιτροπή ελέγχου του Κόμματος, στο εκτελεστικό γραφείο της Ένωσης και στους επικεφαλής του Αγκιτπρόπ και του Τμήματος Τύπου της Κεντρικής Επιτροπής. Με την επιστολή του αυτήν ο Μπριχνίτσεφ εξέφρασε απροκάλυπτα την πικρία και την οργή του ενάντια στον Γιαροσλάβσκι, προβαίνοντας ταυτόχρονα στην πολιτική του αυτοκτονία.
Φαινομενικά, η επιστολή ήταν μια καταγγελία για τις συνθήκες εργασίας, αλλά στην πραγματικότητα ήταν μια σκληρή αντισημιτική πολεμική, με την οποία ο Μπριχνίτσεφ υποστήριξε ότι εκδιώκονταν από την αντιθρησκευτική του εργασία λόγω της κοινωνικής καταβολής και του μορφωτικού υποβάθρου του : «Είναι δύσκολο [για μένα] να γίνει αποδεκτό ότι η Κοστελόβσκαγια και ο Εβραίος Γκούμπελμαν μπορούν να είναι ενεργά αντιθρησκευτικά στελέχη σε μια χώρα αγροτών, ενώ εμείς, Ρώσοι -που υπεστήκαμε την εξορία και τη φυλακή, και δεκαετίες περιπλάνησης ως σκοπευμένα άτομα κατά τη διάρκεια του τσαρισμού, υπηρετώντας την επανάσταση για είκοσι χρόνια- δεν μπορούμε να είμαστε αντιθρησκευτικοί ακτιβιστές επειδή, για παράδειγμα, εγώ είκοσι χρόνια πριν ήμουν ιερέας».
Σ’ ένα υστερόγραφο στην επιστολή του ο Μπριχνίτσεφ εξήγησε γιατί αποκαλούσε τον Γιαροσλάβσκι Γκούμπελμαν σ’ ολόκληρη την επιστολή, παρά το ότι αντιλαμβανόταν πως αυτό θα προκαλούσε την κατηγορία της «ιουδαιοφοβίας» : «..αλλά τέτοιοι ιουδαιόφοβοι όπως εγώ είναι το 99 τοις εκατό του κόμματος. Είναι καιρός να σταματήσουν να μας τρομάζουν μ’ αυτόν τον καλικάντζαρο. Είναι καιρός να γίνει κατανοητό ότι ανάμεσα στα 150 εκατομμύρια Ρώσων, μπορεί κανείς να βρει στερεούς, ισχυρούς, εύψυχους και τίμιους μαχητές. Δεν υπάρχει, επομένως, καμία ανάγκη να υπάρξουν συναλλαγές με τους οποιουσδήποτε Γκούμπελμαν …. Θέλουμε μονάχα όταν είναι διαθέσιμος ένας καλός Ρώσος εργάτης να μη φορτωνόμαστε πάντα με κάποιους Γκούμπελμαν ως Κομισάριους».
Στη συνεδρίαση του εκτελεστικού γραφείου της Ένωσης, την 28η Οκτωβρίου του 1925, ο Μπριχνίτσεφ διαγράφηκε οριστικά από το δυναμικό της Ένωσης. Τότε θεώρησε αναμφισβήτητα ότι διωκόταν από τους Εβραίους, εν μέρει λόγω του παρελθόντος του ως ιερέας. Με το να απευθύνει την επιστολή του πρώτα στον Γκόρεφ, ο Μπριχνίτσεφ ήλπιζε να βρει τουλάχιστον ένα άτομο με συμπάθεια προς το πρόσωπό του, έναν ενδεχόμενο υποστηρικτή και συμπαραστάτη. Είχε κάνει τεράστιο λάθος εκτίμησης. Στα πλαίσια των ήδη προβληματικών διαταραγμένων ρωσο-εβραϊκών σχέσεων στην προεπαναστατική Ρωσία, το ζήτημα το πώς έβλεπε ένας άθεος – «αποστάτης» τέως ιερέας τους ιουδαϊκής καταγωγής συναδέλφους του προπαγανδιστές, είναι αντικείμενο περαιτέρω ενδεχόμενης έρευνας. Παρά το ότι είναι τουλάχιστον ανακριβές να κρίνεται η εθνική ταυτότητα από τα επώνυμα στη σοβιετική Ρωσία, ο «στενός κύκλος» των ενεργών στελεχών της Ένωσης κατά την περίοδο της διαγραφής του Μπριχνίτσεφ το 1925, δεν εμφανίζεται να έχει πολλά μέλη ιουδαϊκής καταγωγής.
Εντούτοις, η δημοφιλής αντίληψη μεταξύ των αντιπάλων του καθεστώτος ότι, ο μπολσεβικισμός ήταν ένα κίνημα εμπνευσμένο από τους Ιουδαίους και η συγκεκριμένη κατηγορία πως η εκστρατεία του καθεστώτος ενάντια στην εκκλησία κατευθύνθηκε από τους Ιουδαίους, καθιστούν ακόμα πιό ειρωνική την παρουσία των πρώην κληρικών στον σοβιετικό αντιθρησκευτικό μηχανισμό. Οι Γκόρεφ και Μπριχνίτσεφ διήνυσαν πράγματι μια τεράστια πνευματική και κοινωνική διαδρομή, ως πρώην κληρικοί που κατέληξαν να προωθήσουν τον αθεϊσμό για τους μπολσεβίκους.
Ωστόσο σε καμία περίπτωση, αυτός ο μετασχηματισμός τους δεν ολοκληρώθηκε μονομιάς : πολύ πριν από την επανάσταση και οι δύο τους είχαν προκαλέσει ανοικτά το θρησκευτικό κατεστημένο. Και για τους δυό, μετά από τις αρχικές επιτυχίες τους ως αντιθρησκευτικών ακτιβιστών, οι σταδιοδρομίες τους τελείωσαν απότομα στα μέσα της δεκαετίας του 1920. Το ίδιο ισχύει και για έναν άλλο ορθόδοξο ιερέα που μεταξύ των δύο κοσμοθεωρητικών πόλων (πιστός ορθόδοξος ιερέας – άθεος αντιθρησκευτικός προπαγανδιστής) έκανε μιαν … ενδιάμεση στάση στην εκκλησία των Ανανεωτών. Ο Σεργκέι Βασίλιεβιτς Καλινόβσκι ήταν ένας ιερέας της Μόσχας ο οποίος το 1919 επιδίωξε να δημιουργήσει ένα «Εργατοαγροτικό Χριστιανοσοσιαλιστικό Κόμμα». Τρία χρόνια αργότερα ήταν μεταξύ της τρόικας των ιερέων που ανάγκασαν τον πατριάρχη Τύχωνα να παραδώσει τον έλεγχο της εκκλησίας στους Ανανεωτές. Ο Καλινόβσκι εξέδωσε το πρώτο τεύχος του περιοδικού των Ανανεωτών «Ζώσα Εκκλησία» «Ζίβαγια Τσέρκοφ») αλλά εκδιώχτηκε από την ηγεσία της ομάδας τον Αύγουστο του 1922. Αρκετούς μήνες αργότερα, στον «Άθεο» δημοσιεύθηκε η ανακοίνωση του Καλινόβσκι ότι εγκαταλείπει την ιεροσύνη. Έκτοτε εργάστηκε ως ανεξάρτητος αντιθρησκευτικός ομιλητής.
Το 1924 ο Καλινόβσκι κι ένας άλλος πρώην κληρικός απέστειλαν μιαν επιστολή – πρόταση προς το 13ο συνέδριο του Κόμματος γράφοντας ότι, ως αποτέλεσμα της επανάστασης, πολλοί κληρικοί είχαν σπάσει τα δεσμά τους με τη θρησκεία και «…είχαν ενωθεί με τις τάξεις των εργατών της διαφώτισης … για να αποκαλύψουν τη θρησκεία και όλες τις μηχανορραφίες της». Οι συντάκτες σημείωναν την κρίσιμη έλλειψη καταρτισμένου αντιθρησκευτικού μόνιμου προσωπικού στον κομματικό μηχανισμό και θεωρώντας ότι «…κανένας δεν μπορεί να είναι τόσο χρήσιμος σ’ αυτήν την εργασία όπως ένας που ήταν παπάς (λαϊκός προσβλητικός χαρακτηρισμός του ιερέα), ο οποίος ξέρει τα αδύνατα σημεία της όλης θρησκείας και είναι εξοικειωμένος με όλη την ύπουλη εργασία των κληρικών…, εμείς οι προηγούμενοι υπηρέτες των λατρειών, υποβάλλουμε αίτηση στο 13ο συνέδριο του Κόμματος να μας επιτρέψει να οργανωθούμε ως ειδικό τμήμα της «Κεντρικής Επιτροπής της Δημοκρατίας για την Πολιτική Εκπαίδευση» («Γκλαβπολιτπροσβέτ»). Επικαλούμενοι επίμονα την προφανή ανάγκη για ειδικούς, οι συγγραφείς έκλεισαν την επιστολή τους με τη δήλωση ότι «..εάν οι πρώην ανώτεροι αξιωματικοί του αυτοκρατορικοί στρατού μπορούσαν να συμβάλουν στον κόκκινο στρατό, τότε αυτοί, οι πρώην κληρικοί μπορούσαν να εξυπηρετήσουν τους ίδιους σκοπούς στο πολιτιστικό πεδίο». Παρά το ότι η επιστολή αυτή έγινε τότε ελάχιστα αποδεκτή, η κατοπινή εργασία του Καλινόφσκι ως αντιθρησκευτικού ομιλητή αποτέλεσε αντικείμενο προβληματισμού για την Ένωση των Αθέων.
Το 1927 ένας αξιωματούχος της Ένωσης παρευρέθηκε σε μιας από τις ομιλίες του Καλινόβσκι στην πόλη Ούγκλιτς και ανέφερε ότι η ομιλία ήταν σκανδαλώδης, χωρίς μαρξιστικό περιεχόμενο, γεμάτη ανέκδοτα και ιστορίες για το πώς είχε ανατρέψει την εκκλησία του Τύχωνος, ενώ αναφέρθηκε στα σεξουαλικά θέματα τόσο λεπτομερειακά και ακριβόλογα, ώστε «…οι νέες γυναίκες εγκατέλειψαν την αίθουσα συνεδριάσεων». Μετά από διάφορες ανεπιτυχείς προσπάθειες να ελεγχθεί ο Καλινόφσκι, το κεντρικό συμβούλιο της Ένωσης ζήτησε να τον καλέσει η τρομερή OGPU για ανάκριση. Η εκτεταμένη και ζωηρόχρωμη ιστορία του ανυπότακτου Καλινόφσκι αντιπροσωπεύει ακόμα μια παραλλαγή της εμπειρίας του κλήρου στην ταραχώδη δεκαετία του '20. Δοκιμάζοντας διάφορες επιλογές, ο ανεξέλεγκτος άθεος προπαγανδιστής λειτούργησε τελικά ως ανεξάρτητος διαφωτιστής, αντιστεκόμενος επίμονα στον εναγκαλισμό των διαθέσιμων θεσμικών εργασιών πλαισίων, όπως η εκκλησία των Ανανεωτών ή η Ένωση των Αθέων. Η περίπτωσή του παρέχει περαιτέρω διαφωτιστικά στοιχεία περί της κοινωνικής και πνευματικής απεξάρθρωσης και σύγχυσης εκείνης της περιόδου, αλλά επίσης και καταδεικνύει πως οι κοινωνικές κατηγορίες που καθιερώθηκαν από το σοβιετικό καθεστώς συχνά απέτυχαν να αντιστοιχούν στους πραγματικούς όρους της αχανούς χώρας, ακόμη και στην κατ’ όνομα σαφώς ιδεολογική σφαίρα όπως η θρησκεία.
Ενώ οι Γκόρεφ, Μπριχνίτσεφ και Καλινόφσκι αντιπροσωπεύουν τα πιό ακραία παραδείγματα πρώην κληρικών που έγιναν αντιθρησκευτικοί προπαγανδιστές, υπάρχουν και διάφοροι άλλοι βασικοί αξιωματούχοι της Ένωσης, οι οποίοι προήλθαν επίσης από «ειδικά» κοινωνικά και γνωστικά υπόβαθρα. Αν και δεν ήταν πρώην κληρικοί, προέκυψαν και αυτοί από ένα ευρύτερο κληρικό περιβάλλον, που τους παρείχε εκείνη την εκπαίδευση και εμπειρία οι οποίες τους κατέστησαν ιδιαίτερα χρήσιμους στην προσπάθεια αντιθρησκευτικής προπαγάνδας του καθεστώτος.
Ο πατέρας του Φεντόρ Νεστόροβιτς Όλεστσουκ ήταν ιερέας και ο νεώτερος Όλεστσουκ ανέφερε αργότερα ότι ως νεαρός που έζησε στο κληρικό περιβάλλον «είχε μάθει να αμφιβάλλει για την θρησκεία.» Έχοντας περάσει τέσσερα χρόνια σ’ ένα εκκλησιαστικό σχολείο και τέσσερα επιπλέον χρόνια σε μια θεολογική σχολή, ο Όλεστσουκ σπούδασε αργότερα στο γυμνάσιο και έλαβε το χρυσό μετάλλιο ως ο άριστος μαθητής. Προσχωρώντας στο Κόμμα το 1921, εργάστηκε για αρκετά χρόνια ως αντιθρησκευτικός καθοδηγητής στον κομματικό μηχανισμό της Μόσχας. Το 1925 τοποθετήθηκε στο κεντρικό συμβούλιο της Ένωσης ως εκτελεστικός γραμματέας της, μια θέση που διατήρησε μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ένα άλλο παράγωγο του κληρικού περιβάλλοντος ήταν ο ανώτερος αξιωματούχος της Ένωσης, (αν και μη εμπλεκόμενος με τις καθημερινές υποθέσεις της), και προέχων παλαίμαχος μπολσεβίκος, Πιότρ Ανάνεβιτς Κράσικοφ. Ο παππούς του Κράσικοφ από την μητέρα του ήταν αρχιερέας στον καθεδρικό ναό του Κράσνογιαρσκ και ο ίδιος είχε περάσει το μεγαλύτερο μέρος της παιδικής ηλικίας και της εφηβείας του στο σπίτι αυτού του παππού. Από το 1918 ως το 1924 ο Κράσικοφ διηύθυνε το όγδοο τμήμα της Επιτροπής Δικαιοσύνης, λειτουργώντας ως προϊστάμενος του Γκόρεφ. Επίσης εξέδιδε την εφημερίδα «Επανάσταση κι Εκκλησία» και εκεί έγραψε πολλά από τα αντιθρησκευτικά άρθρα της. Σ’ όλη την πορεία της Ένωσης, ο Κράσικοφ ήταν μέλος του προεδρείου της, ενώ επίσης υπήρξε μέλος της «Αντιθρησκευτικής Επιτροπή» της Κεντρικής Επιτροπής, καθώς και της διαδόχου οργάνωσης, της «Επιτροπής για τις λατρείες» της «Πανενωσιακής Κεντρικής Εκτελεστικής Επιτροπής». Αν και πολυάριθμοι γιοι κληρικών («ποπόβιτσι»i) είχαν συμμετάσχει στην επαναστατική κίνηση, η έντονη και κομβική παρουσία τους στην Ένωση των Αθέων αναδεικνύει έναν ιδιαίτερο συσχετισμό μεταξύ του κληρικού περιβάλλοντος και της απασχόλησης στον αντιθρησκευτικό μηχανισμό του καθεστώτος.Οι Κράσικοφ και Γκόρεφ υπήρξαν βεβαίως οι σημαντικότεροι αντιθρησκευτικοί ειδικοί κατά την διάρκεια του ρωσικού εμφύλιου πολέμου και στα έτη που μεσολάβησαν μέχρι την ίδρυση της Ένωσης Ο Μπριχνίτσεφ και ιδιαίτερα ο Γκόρεφ διαδραμάτισαν τους βασικούς ρόλους κατά τη διάρκεια των πρώτων χρόνων της εφημερίδας «Άθεος» και υπήρξαν οι ηγέτες της Ένωσης. Ο Όλεστσουκ ήταν ο τρίτος τη τάξει αξιωματούχος της Ένωσης στην μεγαλύτερη περίοδο της ύπαρξής της.
Κατά συνέπεια, ένα μεγάλο μέρος της ηγεσίας της Ένωσης μοιραζόταν μια κοινή προέλευση, ένα κοινό κοινωνικό και πνευματικό υπόβαθρο που της παρείχε δεξιότητες και γνώση ιδιαίτερα χρήσιμες για το έργο της. Η έντονη ανάδειξη πρώην κληρικών και των γιών τους στην διάδοση του αθεϊσμού από ένα επαναστατικό κόμμα (μάλιστα ιδιαίτερα ευαίσθητο στην κοινωνική προέλευση των στελεχών του) δείχνει όχι μόνο την αρχική έλλειψη εξειδικευμένου προσωπικού, αλλά και τους τεράστιους συμβιβασμούς που απαιτούνται μετά τον καθορισμό ενός στόχου τόσο ακραίου όπως η δημιουργία μιας αθεϊστικής κοινωνίας, στόχου δηλαδή που απαιτούσε επαρκές εξειδικευμένο, έμπειρο και ικανό προσωπικό.
Αυτοί οι συμβιβασμοί λειτούργησαν ως μια από τις ποικίλες πηγές διαφωνίας μέσα στο ίδιο το καθεστώς σχετικά με την ταυτότητα και τη λειτουργία της Ένωσης των Αθέων. Από το 1923 ως το 1926 η κοινότητα της αντιθρησκευτικής προπαγάνδας χωρίστηκε σε δύο «αντίπαλα» στρατόπεδα. Το ένα συγκροτήθηκε γύρω από την εφημερίδα «Άθεος», τον συντάκτη της Εμελιάν Γιαροσλάφσκι και την οργάνωσή του, την «Ένωση των Αθέων». Το άλλο στρατόπεδο επικεντρώθηκε στο περιοδικό «Άθεος στον χώρο εργασίας» («Μπεζμπόζνικ ου στάνκα»), που εκδιδόταν από την κομματική επιτροπή της Μόσχας με αρχισυντάκτρια του την Μαρία Κοστελόφσκαγια και τους υποστηρικτές της στην Κομματική Επιτροπή της Μόσχας και στην Κομσομόλ.
Στα προσωπικά, ιδεολογικά και θεσμικά στοιχεία της σύγκρουσης των δύο αντίπαλων αντιθρησκευτικών «στρατοπέδων» συμπεριλήφθηκαν το ζήτημα των «αστών ειδικών» και ο ρόλος των πρώην κληρικών. Στην Πράβντα τον Ιανουάριο του 1925 η Κοστελόφσκαγια επέκρινε την προπαγάνδα της Ένωσης και ιδιαίτερα τη μίξη της θρησκευτικής και επαναστατικής ορολογίας. Επισήμανε ότι οι προέχοντες αντιθρησκευτικοί ακτιβιστές ήταν εκείνοι που συγχρόνως υπήρξαν στενά συνδεδεμένοι με την θρησκεία, όπως οι πρώην κληρικοί, εκείνοι με τις θεολογικές σπουδές, δηλαδή οι προηγούμενοι «Οικοδόμοι του Θεού» και «Αναζητητές του Θεού». Λόγω της επιρροής τους, «…η αθεΐα δομήθηκε με τον τρόπο μιας θρησκείας …..απλά ήταν μια θρησκεία ενός ιδιαίτερου τύπου, μια κομμουνιστικής θρησκεία….» Η Κοστελόφσκαγια υποστήριξε ότι ήταν απαραίτητο να μεταφερθεί ο έλεγχος της αντιθρησκευτικής προπαγάνδας από αυτούς τους ειδικούς στους αγκιτάτορες των εργατικών τάξεων.
Στην απάντησή του στην Πράβντα, ο Γιαροσλάβσκι δεν αντέκρουσε τη συγκεκριμένη κατηγορία, ότι δηλαδή εκείνοι που βρίσκονταν κοντά στην θρησκεία ήταν αρμόδιοι για τη δημιουργία μιας νέας κομμουνιστικής αντι-θρησκείας. Δικαιολόγησε την προώθηση μιας «λαϊκής κουλτούρας- υποκατάστατου» ως απολύτως απαραίτητη, λαμβάνοντας υπόψη το χαμηλό πολιτιστικό επίπεδο των μαζών. Επίσης υποστήριξε ότι οι αντιθρησκευτικοί προπαγανδιστές «…πρέπει να μελετήσουν τη θρησκεία σε βάθος, προκειμένου να την καταλάβουν καλύτερα». Καθ' όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του '20 και της δεκαετίας του '30, η έλλειψη καταρτισμένου μόνιμου αντιθρησκευτικού προσωπικού αποτέλεσε ένα βαθύ εμπόδιο στην εφαρμογή των μπολσεβικικών σχεδίων για κοινωνικό μετασχηματισμό.
Τα μέλη του Κόμματος στην επαρχία ήταν ιδιαίτερα λίγα και βρισκόντουσαν μακριά μεταξύ τους. Η εκπαίδευση και το επίπεδο «πολιτικής παιδείας» τους παρέμειναν χαμηλά, όπως διαπιστώθηκε κατά περιόδους από το ίδιο το κομμουνιστικό κόμμα. Για παράδειγμα, στο Γιαροσλάβλ, το κόμμα ανέφερε τον Μάιο του 1922 ότι «..η μετατόπιση σε νέες μορφές αντιθρησκευτικής προπαγάνδας παρεμποδίζεται από την επαρκώς μετρήσιμη απουσία κατάλληλων αντιθρησκευτικών προπαγανδιστών». Μια άλλη έκθεση δήλωνε ότι «..η αντιθρησκευτική δραστηριότητα πάσχει από έλλειψη δραστήριων ικανών μελών».
Οι κομμουνιστές της υπαίθρου φάνηκαν (σε σχέση με τους συντρόφους τους των πόλεων) ανεπαρκέστερα προετοιμασμένοι για να ενταχθούν στη μάχη ενάντια στη θρησκεία ως ειδικευμένοι προπαγανδιστές. Ενδεχομένως είχαν εξοικειωθεί και «ζυμωθεί» με την ορθοδοξία δυνάμει του περιβάλλοντος και της ανατροφής τους. Συχνά επικρίθηκαν τακτικά καθ' όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του '20 και στη δεκαετία του '30 για την κατοχή εικόνων στα σπίτια τους, επειδή βάφτιζαν ακόμα τα παιδιά τους και παντρευόταν στις εκκλησίες. Αυτοί οι αφοσιωμένοι κομμουνιστές της υπαίθρου προφανώς δεν αντιλήφθηκαν και δεν κατενόησαν την αντίφαση μεταξύ της κομμουνιστικής ιδεολογίας τους και των θρησκευτικών τους συνηθειών.
Έχοντας διέλθει τη περίοδο της μέγιστης δραστηριότητας και αύξησης της από το 1928 ως το 1931, η Ένωση των Αθέων μειώθηκε γρήγορα ως τα μέσα της δεκαετίας του ’30, μέχρι σχεδόν την κατάρρευσή της. Ωστόσο προς το τέλος της δεκαετίας του '30, ο «Τρόμος» συνοδεύθηκε και από μια βραχεία ανανέωση και αναζωπύρωση της Ένωσης. Από την προηγούμενη κεντρική ηγεσία της Ένωσης παρέμειναν μόνον ο Γιαροσλάβσκι-Γκούμπελμαν και ο Όλεστσουκ. Ο πιό εμφανής «αποστάτης» σε αυτήν την περίοδο ήταν ο Νικολάι Φεντόροβιτς Πλατόνωφ, ο πρώην «Ανανεωτής» μητροπολίτης του Λένινγκραντ, ο οποίος το 1938 αρνήθηκε την χειροτονία του κι έγινε τακτικός αντιθρησκευτικός ομιλητής. Εργάστηκε επίσης ως διευθυντής του «Μουσείου της ιστορίας της θρησκείας και του αθεϊσμού» στο Λένινγκραντ και δημοσίευσε άρθρα του στον «Άθεο».
Η Ένωση βρέθηκε σε ιδιαίτερα τρωτή θέση, καθώς από το τέλος της δεκαετίας του '20 άρχισαν να αλλάζουν οι μέθοδοι «πολιτιστικής οικοδόμησης». Αν και η Ένωση αυξήθηκε πληθυσμιακά παρά πολύ κατά τη διάρκεια αυτών των ετών, οι ίδιες πιέσεις που οδήγησαν στην αποβολή των πρώην κληρικών από τους κόλπους της προς το τέλος της δεκαετίας του '20, προκάλεσαν τελικά και την αμφισβήτηση της ανάγκης συνέχισής της. Η ομογενοποιητική πολιτισμική πολιτική που εξαπέλυσαν οι σταλινικοί μέχρι την πρώιμη φάση της δεκαετίας του '30 ήταν αντίθετη σε ανοικτές, πολιτικές θεσμικών φορέων υπό τη μορφή της Ένωσης.
Σύμφωνα με την επίσημη καθεστωτική ρητορική, η θρησκεία ήταν πιά «οριστικά νικημένη». Συνεπώς η Ένωση των Αθέων δεν ήταν πλέον απαραίτητη και κατέρρευσε γρήγορα. Οπότε, ενώ στις αρχές της δεκαετίας του 1930 οι τεχνικοί «αστοί ειδικοί» και ακόμα και πολιτιστικοί «αστοί ειδικοί» καλωσορίστηκαν πίσω στη «μεγαλόκαρδη σοβιετική κοινότητα», αντίθετα υπήρξε πολύ λιγότερη ανάγκη για ιδεολογικούς ειδικούς στην περίοδο της Νέας Οικονομικής Πολιτικής (NEΠ), οπότε αυτοί εξαφανίστηκαν ραγδαία από το προσκήνιο.