Μέρος 1
Μετάφραση Αγγέλου Βλάχου
Από την «ΘΟΥΚΥΔΙΔΟΥ ΞΥΓΓΡΑΦΗ»
Τον
ίδιο χειμώνα οί Αθηναίοι οργάνωσαν, κατά την αρχαία συνήθεια, την τελετή τής
δημόσιας ταφής των πρώτων νεκρών του πολέμου. Ή ετοιμασία γίνεται με τον εξής
τρόπο. Τρεις μέρες πριν από την τελετή κατασκευάζουν μιάν εξέδρα και αποθέτουν
εκεί τα οστά των νεκρών. Ο καθένας, αν θέλη, μπορεί να φέρη ένα αφιέρωμα στον
δικό του. Όταν έρθη ή στιγμή τής εκφοράς, τοποθετούν φέρετρα κυπαρισσένια επάνω
σε αμάξια. 'Ένα φέρετρο γιά κάθε φυλή. Τα οστά του κάθε νεκρού είναι στο
φέρετρο τής φυλής του. "Ένα όμως φέρετρο το μεταφέρουν κενό. Είναι των
αφανών, εκείνων πού τα σώματα δεν βρέθηκαν. Στην τελετή πηγαίνει όποιος θέλει,
είτε πολίτης είτε ξένος. Πηγαίνουν και οι γυναίκες, συγγενείς, πού στέκονται
μπροστά στον τάφο και μοιρολογούν. Αποθέτουν τούς νεκρούς στο δημόσιο
νεκροταφείο πού βρίσκεται στο ωραιότερο προάστιο τής πόλης. Εκεί θάβουν πάντα
τούς νεκρούς τού πολέμου. Μόνη εξαίρεση έκαναν για όσους έπεσαν στον Μαραθώνα.
Αυτούς, γιά την εξαιρετική τους ανδρεία, έκριναν πώς έπρεπε να τούς θάψουν στον
τόπο τής μάχης. Όταν τούς σκεπάση η γη, ένας πολίτης, ξεχωριστός γιά την άξια
του και τα χαρίσματά του, ορισμένος από την Πολιτεία, κάνει τον έπαινο των
νεκρών. Έπειτα ο κόσμος φεύγει. Έτσι γίνεται ή ταφή. Όσο βαστούσε ο πόλεμος,
κρατούσαν την συνήθεια αυτή κάθε φορά πού έπρεπε. Γιά τους πρώτους νεκρούς τού
πολέμου όρισαν να μιλήση ο Περικλής του Ξανθίππου. Όταν ήρθε ή στιγμή προχώρησε
από το μνημείο, ανέβηκε σ’ ένα ψηλό βήμα γιά να τον ακούη το συγκεντρωμένο
πλήθος και είπε:
«Οι
περισσότεροι από όσους έχουν μιλήσει από το βήμα αύτό, επαινούν τον νομοθέτη
πού πρόσθεσε στα άλλα μέρη τής τελετής τήν εκφώνηση λόγου, γιατί θεωρούν πώς
είναι ωραίο να γίνεται ο έπαινος των νεκρών τού πολέμου στην ταφή τους. Εγώ
τολμώ να πιστεύω πώς άνδρες πού δοξάστηκαν με τε έργα τους, με έργα μόνο θα
ταίριαζε να τιμηθούν, έργα όπως ή δημόσια αυτή ετοιμασία πού βλέπετε εδώ, γύρω
από τον τάφο τους, και μ’ αυτόν τον τρόπο νε μην κινδυνεύη η δόξα πολλών από την
εκτίμηση ενός μόνο ανθρώπου, πού ίσως υστερήση, ίσως υπερβάλη. Δύσκολο είναι να
μιλήση κανείς όπως ταιριάζει σε θέμα όπου χρειάζεται κόπος γιά νά γίνη πιστευτή
και η απλή αλήθεια. Γιατί ο ευνοϊκός ακροατής, πού ξέρει τά πράγματα, θα
θεωρήση τα όσα ακούει κατώτερα από όσα θέλει και περιμένει ν’ ακούση, ενώ ο ακροατής
πού δεν τα ξέρει, θα νομίση, από φθόνο, πώς λέγονται υπερβολές αν τύχη κι
άκούση κάτι πού είναι ανώτερο από τις δυνάμεις του. Τον έπαινο για τούς άλλους τον
ανεχόμαστε τόσο μόνο όσο πιστεύομε πώς κ’ εμείς οι ίδιοι θα μπορούσαμε να τον αξίζωμε.
Καθετί πού είναι ανώτερο μας, από φθόνο, δεν το πιστεύομε. Αφού όμως οι παλιοί
εθεώρησαν πώς ή συνήθεια είναι σωστή, πρέπει κ’ εγώ να συμμορφωθώ με τον νόμο
και να προσπαθήσω να ικανοποιήσω, όσο μπορώ, την επιθυμία και την προσδοκία τού
καθενός σας.
Θ’ αρχίσω
από τούς προγόνους μας. Δίκαιο και σωστό σε τέτοια ώρα να · τούς κάνωμε
την τιμή τής μνήμης. Γιατί από γενιά σε γενιά οι ίδιοι πάντα έζησαν σ’ αυτή τη γη
και χάρη στην ανδρεία τους μάς την παράδωσαν ελεύθερη. Έπαινος ταιριάζει ατούς
προγόνους μας, αλλά ακόμα μεγαλύτερος στούς πατέρες μας. Εμόχθησαν γιά να
προσθέσουν σ’ εκείνα πού κληρονόμησαν την όση εξουσία και δύναμη μάς αφήκαν.
Αλλά κ’ εμείς οι ίδιοι, όσοι είμαστε σε ώριμη ηλικία, αυξήσαμε την δύναμη τής
πολιτείας και τής δώσαμε απόλυτη αυτάρκεια και σε καιρό ειρήνης και σε πόλεμο.
Δεν θα μακρυγορήσω γιά τα πολεμικά κατορθώματα πού μάς έδωσαν την σημερινή μας
κυριαρχία ούτε γιά τις επιδρομές, βαρβαρικές ή ελληνικές, πού αποκρούσαμε εμείς
και οι πατέρες μας. Αυτά σας είναι γνωστά και θα τα παραλείψω. Αλλά πριν έρθω στον
έπαινο των ανδρείων αυτών, θέλω πρώτα να μιλήσω γιά τούς θεσμούς και τις αρχές
πού έχομε εφαρμόσει γιά να προσδώσωμε στην πολιτεία το σημερινό της μεγαλείο,
γιατί νομίζω πώς σε τέτοια στιγμή ταιριάζει να ειπωθούν αυτά και είναι ωφέλιμο
να τ’ ακούσουν όσοι πολίτες ή ξένοι είναι συγκεντρωμένοι εδώ.
Το
πολίτευμα πού έχομε σε τίποτε δεν αντιγράφει τα ξένα πολιτεύματα. Αντίθετα,
είμαστε πολύ περισσότερο εμείς παράδειγμα γιά τούς άλλους παρά μιμητές τους. Το
πολίτευμά μας λέγεται Δημοκρατία, επειδή την εξουσία δεν την ασκούν λίγοι
πολίτες, αλλά όλος ο λαός. Όλοι οι πολίτες είναι ίσοι μπροστά στον νόμο γιά τις
ιδιωτικές τους διαφορές. Για τα δημόσια αξιώματα
προτιμώνται εκείνοι πού είναι ικανοί και τα αξίζουν και όχι εκείνοι πού ανήκουν
σε μιά ορισμένη τάξη. Κανείς, αν τύχη και δεν έχει κοινωνική θέση ή αν είναι
φτωχός, δεν εμποδίζεται γι’ αυτό να υπηρετήση την πολιτεία, αν έχη κάτι άξιο να
προσφέρη. Στή δημόσια ζωή μας είμαστε ελεύθεροι, αλλά και στις καθημερινές μας
σχέσεις δεν υποβλέπομε ο ένας τον άλλο, δεν θυμώνομε με τον γείτονά μας αν διασκεδάζη
και δεν του δείχνομε όψη πειραγμένου πού, αν ίσως δεν τον βλάφτη, όμως τον
στενόχωρε!. Αν, ωστόσο, ή αυστηρότητα λείπη από την καθημερινή μας ζωή, στα
δημόσια πράγματα, από εσωτερικό σεβασμό, δεν παρανομούμε. Σεβόμαστε τούς
άρχοντες, πειθαρχούμε στους νόμους, και, μάλιστα, σε όσους έχουν γίνει γιά να
προστατεύουν τούς αδυνάτους και όσους πού, αν και άγραφοι, είναι ντροπή να τούς
παραβαίνει κανείς….»