Ο ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ
ΖΑΡΑΤΟΥΣΤΡΑ (2)
«ΤΑΔΕ
ΕΦΗ ΖΑΡΑΤΟΥΣΤΡΑΣ»
ΦΡΕΙΔΕΡΙΚΟΥ ΝΙΤΣΕ
Ο Ζαρατούστρας
κατηφόρισε μονάχος του απ’ το βουνό, και δεν αντάμωσε κανένα. Μα σαν έφτασε στα
στο δάσος αντίκρισε αναπάντεχα ένα γέρο μπροστά του. Εκείνος είχε παρατήσει το ιερό
καλύβι του για να συνάξει ρίζες απ’ το δάσος. Κι αυτά είπε ο γέρος στο
Ζαρατούστρα:
Ξένος
δεν είναι για μέναν αυτός ο οδοιπόρος: κάμποσα χρόνια πιο μπροστά διάβηκε δώθε.
Ζαρατούστρα τον έλεγαν. Όμως τώρα τρόμαξα να τον γνωρίσω. Ανέβαζες τότε την
τέφρα σου στο βουνό : τώρα θες να μεταλαμπαδεύσεις την φωτιά σου στους κάμπους;
Δε σκιάζεσαι την ποινή για τους εμπρηστές;
Ναι,
αναγνωρίζω το Ζαρατούστρα. Ξάστερο, είναι το μάτι του και το στόμα του καμιά
σιχασιά δεν το παραμορφώνει. Δεν πορεύεται λοιπόν χορεύοντας; Αγνώριστος έγινε
ο Ζαρατούστρας, ένα παιδί έγινε ο Ζαρατούστρας, ο Ζαρατούστρας είναι ένας αφυπνισμένος;
Και τότε τι γυρεύει κοντά στους κοιμισμένους;
Σάμπως
ζούσες στη μοναξιά, καταμεσίς στη θάλασσα κι η θάλασσα σε κράταγε. Αλίμονο σου :
Αποφάσισες λοιπόν ν’ αράξεις στη στεριά; Αλίμονο σου, θέλεις να κουβαλάς ο
ίδιος το κορμί σου;
Ο
Ζαρατούστρα αποκρίθηκε: Αγαπάω τους ανθρώπους!
Είπε
τότε ο γέρος:
Γιατί
λοιπόν ήρθα στο δάσος και στην ερημιά; Δεν ήρθα επειδή φλογερά αγαπούσα τους
ανθρώπους; Τώρα αγαπάω το Θεό δεν αγαπάω τους ανθρώπους. Ο άνθρωπος είναι για
μένα κάτι ελαττωματικό. Η αγάπη στον άνθρωπο θα με σκότωνε.
Κι ο
Ζαρατούστρας αποκρίθηκε: Γιατί έκανα λόγο γι’ αγάπη; Φέρνω ένα δώρο στους
ανθρώπους.
Μην
τους δίνεις τίποτα, είπε ο γέρος. Πιο καλά άρπαξέ τους κάτι και κουβάλα το μαζί
σου. Αυτό θα τους είναι πιο ευεργετικό, φτάνει να ’ναι καλό και για σένα!
Και
σαν θέλεις πάλι να τους δώσεις, τότε μην τους δίνεις παραπάνω από μιαν
ελεημοσύνη, κι αυτήν πρώτα περίμενε να στη ζητιανέψουν!
Όχι! Αποκρίθηκε
ο Ζαρατούστρας, δε δίνω εγώ ελεημοσύνη. Δεν είμαι τόσο φτωχός, να δίνω μοναχά
αυτήν !
Ο
άγιος γέλασε με το Ζαρατούστρα κι είπε αυτά:
Κοίταξε
το λοιπόν, ν’ αποδεχτούν τους θησαυρούς σου. Δε δίνουν πίστη στους ερημίτες και
δεν πιστεύουν ότι πάμε να τους δώσουμε. Το διάβα μας μέσα στους δρόμους
αντιλαλεί πολύ αλλόκοτα στ’ αφτιά τους. Κι όμοια όπως η νύχτα, πλαγιασμένοι στα
κρεβάτια τους ακούν πολύ πριν απ’ το χάραμα, έναν άνθρωπο να περνάει, αναρωτιόνται:
για πού τάχα πορεύεται ο κλέφτης;
Μην
πας στους ανθρώπους, μείνε στο δάσος! Πήγαινε καλύτερα με τ’ αγρίμια! Γιατί δε
θέλεις κι εσύ σαν και μένα να είσαι -μια αρκούδα μέσα στις αρκούδες, ένα πουλί
μέσα στα πουλιά;
Και τι
κάνει ο άγιος μέσα στο δάσος; ρώτησε ο Ζαρατούστρας.
Κι ο
άγιος αποκρίθηκε: τραγούδια πλαστουργώ και τα τραγουδώ κι όταν τραγούδια
πλαστουργώ, γελάω, κλαίω και μουρμουρίζω: μ’ αυτόν τον τρόπο δοξάζω τον Θεό. Με
τραγούδι, με κλάμα, με γέλιο, με μουρμουρητό, τον Θεό εγώ υμνώ, που είναι ο
Θεός μου ! Όμως εσύ ποιο δώρο μας φέρνεις;
Σαν
άκουσε ο Ζαρατούστρας τα λόγια αυτά, χαιρέτησε τον άγιο κι είπε: Τι θα είχα εγώ
για να σου δώσω! Παράτα με να φύγω. Λοιπόν, γρήγορα, για να μη σου πάρω και
τίποτα!
Κι
έτσι αποχωρίστηκαν ο γέρος και ο άνδρας γελώντας, καθώς γελούν δυο παιδιά.
Όμως σαν
έμεινε μοναχός ο Ζαρατούστρας, αυτά είπε στην καρδιά του: Είναι ποτέ αυτό δυνατό!
Ο άγιος αυτός γέροντας δεν αγροίκησε τίποτα μέσα στο δάσος του : ότι ο Θεός
πέθανε!