Κυριακή 16 Δεκεμβρίου 2018

ΟΙ ΦΙΛΟΣΟΦΟΙ ΚΑΙ Η ΗΔΟΝΗ - Β'

Oι Φιλόσοφοι και η Ηδονή


Του αξέχαστου μεγάλου στοχαστή
Παναγιώτη Κονδύλη








Αν λοιπόν επισκοπήσουμε το φάσμα των βασικών φιλοσοφικών τοποθετήσεων απέναντι στην ηδονή και στον πορισμό ηδονής, θα διαπιστώσουμε ότι αυτό σε γενικές γραμμές αντικατοπτρίζει τον τρόπο με τον όποιο τίθεται κοινωνικά το πρόβλημα. Η ισχνότητα του μηδενιστικού ηδονισμού μέσα στη φιλοσοφική παράδοση εκφράζει έμμεσα την ορμή αυτοσυντήρησης της κοινωνίας, η οποία διαισθάνεται με επαρκή σαφήνεια ότι η ολοκληρωτική και άμεση ικανοποίηση όλων των ατόμων θα είχε ως συνέπεια την κατάλυση του κοινωνικού δεσμού ή τον πόλεμο των πάντων εναντίον των πάντων· στην αυστηρή υπεράσπιση του πρωτείου του Λόγου απέναντι σ' όλες τις παραλλαγές της ηδονής διατυπώνεται χωρίς περιστροφές η κοινωνική επιταγή ότι το άτομο οφείλει σε κάθε περίπτωση να υποτάσσει τις προσωπικές του κλίσεις στο γενικό καλό (την απρόσωπη αρετή)· και στην ιεράρχηση των μορφών της ηδονής, έτσι ώστε η ανώτερη ηδονή να συνδέεται με την ηθική ή αισθητική δραστηριότητα και να υποβιβάζεται η «ζωική» ηδονή, αρθρώνεται μιά πιο εύκαμπτη τακτική, δηλαδή ναι μεν αναγνωρίζονται κατ' αρχήν οι ανθρωπολογικές ρίζες της ορμής πορισμού ηδονής καθώς και το δικαίωμα του ατόμου για την ικανοποίηση της, αλλά ακριβώς με βάση την αναγνώριση αυτή ζητείται από τα μέλη της κοινωνίας να διαμορφώσουν τη συμπεριφορά τους σύμφωνα με τους ισχύοντες υπερατομικούς κανόνες και έτσι να λάβουν εποικοδομητικά μέρος στην κοινωνική ζωή.

Η συγκεκριμένη κατάσταση στον χώρο της ιστορίας των ιδεών οδήγησε συχνά τις δύο τελευταίες από τις τρεις παραπάνω αντιλήψεις σε σύγκρουση μεταξύ τους, συνολικά όμως αυτές κυριαρχούν από κοινού στο ευρύτερο φάσμα της θεολογικής και φιλοσοφικής παράδοσης αποτελώντας τις δύο δυνατές απαντήσεις της ηθικής στο κεντρικό ερώτημα: πώς μπορεί να πειθαρχηθεί κοινωνικά το άτομο; Καθώς το ερώτημα είναι εξ ίσου νευραλγικό για κάθε είδους κοινωνία, τούτη η διάταξη σκέψεων και ιδεών εμφανίζεται σε όλες τις κοινωνίες και σε όλους τους πολιτισμούς, εφ' όσον χρησιμοποιούν τη γλώσσα της θρησκείας ή της φιλοσοφίας.

Στην παγιότητα των θεμάτων του στοχασμού αντανακλώνται τα σταθερά μεγέθη της κοινωνικής και πολιτισμικής ζωής. Και στις παραλλαγές τούτων των θεμάτων γίνονται έκδηλες οι μεταβολές των ιστορικών εποχών ή οι αγώνες στους κόλπους της ίδιας εποχής ή κοινωνίας. Αλλά όσο κι αν παραλλάσσουν τα θέματα, ο λογικός τους πυρήνας παραμένει αναλλοίωτος, αφού η κοινωνική πειθάρχηση των ατόμων πρέπει να διασφαλισθεί υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, ανεξάρτητα από το ποιός είναι ο σημερινός κυρίαρχος και επίσης ανεξάρτητα από το αν η τωρινή μορφή της κοινωνικής πειθάρχησης, θεωρούμενη σε σύγκριση με μιαν προηγούμενη ή με μιαν άλλη, εγκωμιάζεται ως πραγμάτωση «της» ελευθερίας.

Απόρροια της ίδιας κοινωνικής και πολιτισμικής αναγκαιότητας, στην οποία οφείλεται η παγιότητα τούτων των θεμάτων μέσα στην ιστορία των ιδεών, ήταν και η πρώιμη φιλοσοφική τους επεξεργασία. Πράγματι, τα βρίσκουμε όλα ήδη στους αρχαίους φιλοσόφους, και μάλιστα σε μορφή άμεσα κατανοητή και έκτοτε σχεδόν δεσμευτική για την εννοιολογία μας. Τούτο δεν εξηγείται με την αρχαία ιδιοφυΐα και μόνο, αλλά επίσης, και πρό παντός, με το γεγονός ότι τόσο οι ερωτήσεις όσο και οι απαντήσεις είναι κοινωνικά και πολιτισμικά αναπόδραστες: από τη στιγμή πού τέθηκαν φιλοσοφικά αυτές οι ερωτήσεις, φιλοσοφικά ήσαν δυνατές μόνον αυτές οι απαντήσεις. Βέβαια, οι απαντήσεις διατυπώθηκαν σύμφωνα με τη συγκεκριμένη κατάσταση στον χώρο της ιστορίας των ιδεών και επίσης σύμφωνα με τη συγκεκριμένη θέση και τις ιδιαίτερες ανάγκες όσων καταπιάστηκαν με τέτοια ζητήματα.

Έτσι, ο προσωκρατικός ακόμη έπαινος της ενάρετης αυτοκυριαρχίας, όπως τον συναντούμε π.χ. στις γεμάτες αυτοπεποίθηση ρήσεις του Δημοκρίτου, σχετίζεται στενά με τη γενική πίστη των Ελλήνων φιλοσόφων ότι ανήκουν σε μιά χορεία εκλεκτών. Μέσα στο ελληνικό πολιτισμικό περιβάλλον, το όποιο δεν γνωρίζει τα ιερατεία της Ανατολής, ο φιλόσοφος αισθάνεται ως ο ενδεδειγμένος κι ασυναγώνιστος γνώστης της Αλήθειας και του Καλού· παράλληλα διατείνεται ότι είναι σε θέση να μετουσιώσει τη γνώση του αυτή σε εδραία βιοσοφία.

Ως φιλόσοφος οφείλει πρώτα-πρώτα να είναι σοφός με την αρχαϊκή έννοια του όρου, οφείλει δηλαδή να ζει και ο ίδιος σύμφωνα με τους κανόνες της βιοσοφίας, τους οποίους κηρύσσει, ενσαρκώνοντας με τη βιοπορεία του το φιλοσοφικό του ιδεώδες. Πάντοτε υποτίθεται, και συχνά λέγεται απερίφραστα, ότι μόνον ο σοφός μπορεί, να πραγματώσει τούτο το ιδεώδες επιτυγχάνοντας την απόλυτη αυτοκυριαρχία και παραμένοντας ανώτερος από κάθε ζωική επιδίωξη ηδονής και κάθε σαρκικό πειρασμό: αυτό ακριβώς τον διακρίνει από τον όχλο, πού άγεται και φέρεται από τα κατώτερα ψυχόρμητα.

Πρέπει εδώ να τονίσουμε ότι η αυτοπειθαρχία του σοφού διόλου δεν αποτελεί άσκηση με την κατοπινή χριστιανική έννοια ενός πειθαναγκαστικού πρακτικού πορίσματος βγαλμένου από ορισμένη θεολογική μεταφυσική και ανθρωπολογία. Αντίθετα, θεμελιώνεται σε μιά πραγματιστική στάθμιση των δεδομένων, ότι δηλαδή η άνευ ορών και φραγμών επιδίωξη της ηδονής θα γεννήσει αναγκαστικά πόνο και εν τέλει θα οδηγήσει στην αυτοκαταστροφή. Ο σοφός ακολουθεί τον δρόμο του μετριασμού και του μέτρου, αποζητά απολαύσεις πού μάλλον προάγουν παρά βλάπτουν τη σωματική και ψυχική του υγεία. Η φρόνιμη τήρηση του μέτρου εγγυάται τη διαρκή ευδαιμονία: την πρακτική τούτη αλήθεια μπορεί να την ενστερνισθεί κάθε άνθρωπος, ανεξάρτητα από τις λοιπές κοσμοθεωρητικές ή μεταφυσικές του προτιμήσεις. Η ιδέα του μέτρου δέσποσε, σε διάφορες παραλλαγές, στις σπουδαιότερες σχολές της αρχαίας ηθικής. Τόσο αυτή όσο και η συναφής αντίληψη για τη φιλοσοφία ως μεταφυσικά αδέσμευτη βιοσοφία παρέμειναν ενεργές και στο έργο του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη.

Όμως εδώ επισκιάσθηκαν από την ένταξη του ηθικού προβληματισμού σ' ένα περιεκτικότερο και λογικά πρωταρχικό πλαίσιο. Η αρετή ή η νίκη του ενάρετου πάνω στην (κατώτερη) ηδονή δεν αποτελεί πια απλή επιταγή της βιοσοφίας, παρά την πρακτική συγκεκριμενοποίηση της γνώσης του όντως όντος, το όποιο εδρεύει στην υπερβατική σφαίρα του νοητού και συλλαμβάνεται μόνο με τα όργανα της νόησης. Όποιος έγινε μέτοχος αυτής της γνώσης δεν μπορεί πια να αισθανθεί οικειότητα και άνεση στον επιφατικό κόσμο των κατωτέρων ηδονών και αντίστροφα: μόνον η απαγκίστρωση από αυτόν τον κόσμο ανοίγει τον δρόμο της ύψιστης γνώσης.

Η περιφρόνηση του φιλοσόφου για τον όχλο βαθαίνει στον βαθμό πού εδραιώνεται η πεποίθηση του ότι η ροπή προς τη ζωική ηδονή συμβαδίζει με τη μεταφυσική άγνοια, ήτοι την έλλειψη πνευματικής καλλιέργειας. Ο Πλάτων παραλληλίζει την ιεραρχία των μορφών της ηδονής τόσο με την ιεραρχία των ανθρώπινων τύπων όσο και με εκείνη των βαθμίδων του όντος. Ο συνετός φιλόσοφος και τα «βοσκήματα» έχουν εντελώς διαφορετικές αντιλήψεις για την ηδονή και την βιώνουν εντελώς διαφορετικά, επειδή ο πρώτος έχει αδιάκοπα στυλωμένο το βλέμμα του στο νοητό όντως ον, ενώ η αγέλη φυτοζωεί στον υλικό κόσμο του γίγνεσθαι.

Ωστόσο η γνώση του όντος μέσω του Λόγου και ο Λόγος ως η δύναμη πού κατακτά αυτή τη γνώση δεν μπορούν να ταυτισθούν με την ηδονή, ούτε καν στις ύψιστες και πιο εκλεπτυσμένες μορφές της· παρέχουν βέβαια ηδονή, όμως παραμένουν αυτοτελείς, πέρα και πάνω από κάθε ηδονή. Η ηδονή παραμένει λοιπόν έτσι ή αλλιώς δέσμια στον κόσμο του γίγνεσθαι, και μολονότι η οντολογική μίξη όντος και γίγνεσθαι, όπως την επιχειρεί η διαλεκτική, βρίσκει κάποιαν αντιστοιχία στη μίξη Λόγου και (ανώτερης) ηδονής, ωστόσο στην τελευταία επιτρέπεται να καταλάβει τις έσχατες μόνο βαθμίδες της κλίμακας των πνευματικών αγαθών.

Η μεταφυσική εννοιολογία ασκεί εξ ίσου την έμμεση επήρεια της όταν ο Αριστοτέλης καταπιάνεται να αποδείξει το αντίθετο, ότι δηλαδή Λόγος (αληθινή γνώση), αρετή και ηδονή συνυφαίνονται οργανικά. Έτσι, μεταφράζει την αντίθεση όντος και γίγνεσθαι στην αντίθεση στάσης και κίνησης, για να αντιστρέψει ακολούθως τα πρόσημα σ' ό,τι αφορά την ηδονή. Η ηδονή δεν είναι κίνηση, γιατί η κίνηση παραμένει ως επί το πλείστον ατέλεστη, ενώ η ηδονή εμφαίνει την ολοκλήρωση της δραστηριότητας ή μάλλον αποτελεί δραστηριότητα επιτελούμενη ανεξάρτητα από οποιαδήποτε κίνηση, όπως π.χ. συμβαίνει με την ευδαιμονία του ακίνητου Θεού.

Όμως η αριστοτελική αποκατάσταση της ηδονής στηρίζεται και σε δύο ακόμη μεταφυσικές προϋποθέσεις. Πρώτον, επικαλείται τη διαπίστωση ότι όλα τα όντα επιδιώκουν την ηδονή, ωστόσο η σημασία της διαπίστωσης αυτής για τη φιλοσοφική θεώρηση δεν προκύπτει τόσο από τον εμπειρικό και συνάμα οικουμενικό της χαρακτήρα, όσο από την πεποίθηση ότι όλα τα οντά μετέχουν του Θείου. Η επιδίωξη της ηδονής μπορεί λοιπόν να συνιστά τη φωνή του Θείου μέσα στα επιμέρους όντα, αλλά υπό τον ορό —και αυτό αποτελεί τη δεύτερη από τις δύο μεταφυσικές προϋποθέσεις— ότι το εκάστοτε ον επιδιώκει την ηδονή εκείνη η οποία ανταποκρίνεται στην ειδοποιό οντολογική του υφή.

Ο άνθρωπος είναι το μοναδικό ον που ως εκ της φύσεως του μπορεί να φθάσει την τελειότητα αποκλειστικά με τον Λόγο και την αρετή, άρα επιτυγχάνει την αληθινή ηδονή και την ευδαιμονία εφ' όσον τελειοποιεί τον εαυτό του και ενεργεί σύμφωνα με τα κελεύσματα του Λόγου και της αρετής. Από τον πλάγιο αυτό δρόμο ξαναγυρίζουμε στην ιεράρχηση των μορφών της ηδονής και στην υποταγή των κατώτερων ηδονών στις ανώτερες.